μολπαστής

μολπαστής
μολπαστής, δωρ. τ. μολπαστάς, ὁ (Α) [μολπάζω]
1. αοιδός και χορευτής
2. (κατά τον Ησύχ.) «συμπαίκτης».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μολπαστής — minstrel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπαστᾷ — μολπαστής minstrel masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπάστρια — μολπάστρια, ἡ (Α) θηλ. τού μολπαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. μολπασ τού μολπάζω + κατάλ. τρια (πρβλ. κολάσ τρια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”